- ρόζιασμα
- το, Ν [ροζιάζω]1. σχηματισμός ρόζων2. σχηματισμός κάλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύλωση — η σκλήρεμα, ρόζιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)